- κατάρχω
- (AM κατάρχω)(ενεργ. και μέσ.) κάνω αρχή, αρχίζω (α. «τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες μάχης;», Αισχύλ.β. «κατῆρχεν ἤδη ἀναπηδῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους», Ξεν. γ. «κατάρχομαι νόμον βακχεῑον», Ευρ.)μσν.-αρχ.εξουσιάζω, κυβερνώαρχ.1. οδηγώ, δείχνω τον δρόμο, πηγαίνω μπροστά («ὁδοῡ κατάρχειν τῆς ἐκεῑ», Σοφ.)2. τιμωρῶ3. τιμώ («θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω», Ευρ.)4. μέσ. κατάρχομαια) αρχίζω τις τελετές τής θυσίας, καθαγιάζω το θύμα («Νέστωρ χέρνιβά τ' ούλοχύτας τε κατήρχετο», Ομ. Οδ.)β) αρχίζω να χτυπώ κάποιον («σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο», Λουκιαν.)γ. θυσιάζω, σφάζω («στείχω δ' ἐπ' αὐτήν, ώς κατάρξωμαι ξίφει», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.